- αιματιά
- και ματιά και αιμαθιά και αμαθιά, η (Α αἱματιά) [αἶμα]είδος αλλαντικού που παρασκευάζεται από το παχύ έντερο τού χοίρου με γέμιση από ρύζι, χόντρο ή τραχανά και διάφορα αρωματικά καρυκεύματασυχνά περιέχει και πηγμένο αίμα χοίρουνεοελλ.1. το ίδιο το παχύ έντερο τού χοίρου, το κατάλληλο για την παρασκευή αλλαντικών2. εντόσθια σφαχτού, τζιέριααρχ.ζωμός με αίμα, ο «μέλας ζωμός» τών Σπαρτιατών.
Dictionary of Greek. 2013.